Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η συνέλευση

  • 1 ассамблея

    ассамблея ж η συνέλευση Генеральная Ассамблея Организации Объединённых Наций η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ενωμένων Εθνών
    * * *
    ж
    η συνέλευση

    Генера́льная Ассамбле́я Организа́ции Объединённых На́ций — η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ενωμένων Εθνών

    Русско-греческий словарь > ассамблея

  • 2 собрание

    собрание
    с
    1. ἡ συνέλευση [-ις], ἡ συγ-κέντρωση [-ις]:
    общее \собрание ἡ γενική συνέλευση· предвыборное \собрание ἡ προεκλογική συγκέντρωση·
    2. (выборный орган) ἡ συνέλευση:
    учредительное \собрание ἡ συντακτική συνέλευση· Национальное \собрание (во Франции) ἡ βουλή, ἡ ἐθνοσυνέλευση [-ις]·
    3. (общество) ἡ ὀμήγυρη [-ις]·
    4. (коллекция, свод, тж. о произведениях) ἡ συλλογή:
    \собрание картин συλλογή πινάκων \собрание законов ἡ συλλογή νόμων, ὁ κώδικας [-ις]· \собрание стихотворений ἡ συλλογή ποιημάτων полное \собрание сочинений τά ἄπαντα.

    Русско-новогреческий словарь > собрание

  • 3 собрание

    ουδ.
    1. παλ. συγκέντρωση•

    собрание сведений συγκέντρωση πληροφοριών•

    собрание исторических материалов συγκέντρωση ιστορικού υλικού.

    2. συλλογή, μάζεμα•

    собрание древних монет συλλογή αρχαίων νομισμάτων•

    собрание сочинений συλλογή έργων λογοτεχνικών.

    || συνάθροιση, σύναξη.
    3. συνέλευση•

    общее собрание γενική συνέλευση•

    провести собрание διεξάγω (κάνω) συνέλευση•

    партийное собрание κομματική συνέλευση•

    национальное собрание εθνοσυνέλευση.

    4. παλ. χώρος συγκέντρωσης.

    Большой русско-греческий словарь > собрание

  • 4 заседание

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заседание

  • 5 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

  • 6 собрание

    собрание с 1) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογή; \собрание сочинений η συλλογή έργων
    * * *
    с
    1) η συνέλευση, η συγκέντρωση
    2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογή

    собра́ние сочине́ний — η συλλογή έργων

    Русско-греческий словарь > собрание

  • 7 созвать

    созвать συγκαλώ; \созвать общее собрание συγκαλώ γενική συνέλευση
    * * *

    созва́ть о́бщее собра́ние — συγκαλώ γενική συνέλευση

    Русско-греческий словарь > созвать

  • 8 ассамблея

    ассамблея
    ж ἡ Συνέλευση [-ις]:
    Генеральная Ассамблея Организации Объединенных Наций ἡ Γενική Συνέλευση[-ΐζ] τοῦ 'Οργανισμού των Ηνωμένων Έθνων.

    Русско-новогреческий словарь > ассамблея

  • 9 ассамблея

    θ.
    1. συνέλευση διεθνούς χαρακτήρα•

    генеральная ассамблея ООН γενική συνέλευση του ΟΗΕ.

    2. χορός, κοινωνική συγκέντρωση επί Πέτρου 1ου.

    Большой русско-греческий словарь > ассамблея

  • 10 ассамблея

    η συνέλευση (γενικού ή διεθνούς χαρακτήρα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассамблея

  • 11 правление

    η διεύθυνσ/η *выборы - я ψήφισμα της - ης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правление

  • 12 собрание

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание

  • 13 совет

    1. (совещание, заседание) το συμβούλι/ο
    - директоров - των διευθυντών, διοικητικό -
    2. (распорядительный илисовещательный орган при организации,обществе и т.п.) το συμβούλιο
    - безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας τουΟργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
    3. (наставление, предложение, указание) ησυμβουλή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совет

  • 14 актив

    актив I
    м τά στελεχη μιᾶς ὁργάνωσης, τό ἀχτίφ:
    партийный \актив στελεχη τοῦ κόμματος; собра́ние \актива ἡ συνέλευση στελεχών.
    актив II
    м ком. τό ἐνεργητικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > актив

  • 15 вече

    вече
    с ист. τό βιέτσε, ἡ λαϊκή συνέλευση, ἡ λαϊκή βουλή.

    Русско-новогреческий словарь > вече

  • 16 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 17 общий

    общ||ий
    прил
    1. κοινός, γενικός:
    \общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·
    2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:
    \общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > общий

  • 18 партсобрание

    парт||собрание
    с (партийное собрание) ἡ κομματική συνέλευση, ἡ κομματική συνεδρίαση.

    Русско-новогреческий словарь > партсобрание

  • 19 представительный

    представи́тельн||ый
    прил
    1. полит ἀντιπροσωπευτικός:
    \представительныйое собрание ἡ ἀντιπροσωπευτική συνέλευση·
    2. (о внешнем виде) ἐπιβλητικός, μέ ἐπιβλητικό παρουσιαστικό:
    \представительныйый человек ὁ ἀνθρωπος μέ ἐπιβλητικό παρουσιαστικό.

    Русско-новогреческий словарь > представительный

  • 20 проходить

    прох||одить I
    несов
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι:
    \проходить торжественным маршем παρελαύνω· \проходить по мосту περνώ τή γέφυρα·
    2. (курс лечения, обучения, тж. о времени) περνώ, παρέρχομαι·
    3. (состояться) λαμβάνω χώραν, γίνομαι/ διεξάγομαι (о заседании и т. п.):
    собрание \проходитьо́дит бурно ἡ συνέλευση εἶναι θυελλώδης·
    4. (пролегать) περνώ:
    туннель \проходитьо́дит через горы τό τοῦ(ν)νελ περνἄ μέσα ἀπό βουνά.
    проход||и́ть II
    сов (некоторое время) περπατώ:
    я \проходитьи́л весь вечер попусту περπάτησα ἄδικα,ὅλο τό βράδυ.

    Русско-новогреческий словарь > проходить

См. также в других словарях:

  • συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή …   Dictionary of Greek

  • συνέλευση — η συγκέντρωση πολλών ατόμων για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Στη γενική συνέλευση των εκπαιδευτικών αποφασίστηκε η κήρυξη απεργίας. – Η πρώτη εθνική συνέλευση έγινε στηνΕπίδαυρο το 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνελεύσῃ — συναιρέω grasp fut part act fem dat sg (epic ionic) συνελεύσηι , συνέλευσις coming together fem dat sg (epic) συνέρχομαι ibo fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»